- φιλοκαλλωπιστής
- φῐλο-καλλωπιστής, οῦ, ὁ,A one who loves ornament, Ptol.Tetr.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκαλλωπιστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσουν τα στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καλλωπιστής (< καλλωπίζω)] … Dictionary of Greek
φιλοκαλλωπισταί — φιλοκαλλωπιστής one who loves ornament masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)